κλειδί

κλειδί
Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η λαβή (αρκετά απλή, αλλά συνήθως επεξεργασμένη με αισθητική πρόθεση), το σώμα και η κεφαλή. Χάρη στις διαστάσεις, στο σχήμα και στις τομές, τα κ. καθίστανται κατάλληλα ώστε να θέτουν σε λειτουργία μόνο μια ορισμένη κλειδαριά. Τα κ. με κυλινδρικό σώμα διακρίνονται σε αρσενικά και θηλυκά, ανάλογα με το αν είναι, αντίστοιχα, συμπαγή ή κοίλα. Σε άλλα κ. (π.χ. τύπου Yale), το σώμα και η κεφαλή είναι επίπεδα με ιδιαίτερη κατανομή, ώστε το σώμα να μπορεί να εισέρχεται στον κατάλληλο κύλινδρο της κλειδαριάς. Η περιστροφή του κ. στην κλειδαριά κινεί τον μηχανισμό του ανοίγματος ή του κλεισίματος του γλωσσιδίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κ. ονομάζονται επίπεδα και δρουν στην κλειδαριά μόνο με απλή πίεση. Τα κ. για κοχλίες, μπουλόνια κ.ά. είναι χειροκίνητα όργανα, με τα οποία είναι δυνατόν να ασκηθούν δυνάμεις ανώτερες από την ανθρώπινη. Τα κ. αυτά διακρίνονται συνήθως σε σταθερά και σε κλειδιά μεταβλητού ανοίγματος. Τα σταθερά κ. (απλά, διπλά, σωληνωτά κλπ.) αποτελούνται από μία λαβή, που φέρει στο άκρο ένα στόμιο ορισμένου σχήματος, κατάλληλο να εφαρμόζει, για παράδειγμα, σε ένα περικόχλιο με σταθερές διαστάσεις. Τα κ. ρυθμιζόμενου ανοίγματος (π.χ. τα γαλλικά) διαθέτουν στα άκρα δύο σιαγόνες, μία σταθερή ως προς τη λαβή και μία άλλη κινητή. Έτσι, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για περικόχλια, για κοχλίες και για σωλήνες διαφορετικών διαστάσεων. κλειδαριά. Μηχανική διάταξη, που λειτουργεί με κ. και χρησιμοποιείται για να ασφαλίζονται πόρτες, παραθυρόφυλλα, συρτάρια, κιβώτια κλπ. Από τους διάφορους χρησιμοποιούμενους τύπους, ιδιαίτερη σημασία έχουν η κλειδαριά με μοχλό, η κλειδαριά ασφαλείας και η κλειδαριά με συνδυασμό. Η κλειδαριά με μοχλό είναι γνωστή από τον 17o αι. Αποτελείται από έναν μετακινούμενο σύρτη (γλωσσίδιο), που μπορεί να εισέλθει σε μια αντίστοιχη κοιλότητα του πλαισίου πάνω στο οποίο κλείνει η πόρτα, και από ορισμένους μοχλούς, κατάλληλα τοποθετημένους, ώστε να εμποδίζουν τη μετακίνηση του γλωσσιδίου και την εισαγωγή μη αντίστοιχου κ. Όταν τοποθετείται στην κλειδαριά ένα κ. με το κατάλληλο σχήμα, οι μοχλοί ανασηκώνονται και το κ., καθώς περιστρέφεται, μετατοπίζει το γλωσσίδιο. Στην κλειδαριά ασφαλείας, την οποία επινόησε ο Λίνους Γέιλ (Yale) το 1848, το γλωσσίδιο τίθεται σε λειτουργία από έναν κινητό κύλινδρο, ο οποίος περιστρέφεται μέσα σε έναν ακίνητο. Την περιστροφή του κινητού κυλίνδρου εμποδίζουν ορισμένα ζεύγη πείρων, τοποθετημένων σε κατάλληλες οπές στο επάνω μέρος, οι οποίοι ωθούνται από μια σειρά ελατηρίων. Όταν στο άνοιγμα του μικρού κυλίνδρου εισέλθει το σωστό κ., αυτό ωθεί με τις εγκοπές και το σχήμα του τους πείρους. Με αυτό τον τρόπο ο κινητός κύλινδρος είναι δυνατόν να περιστραφεί και έτσι να μετακινήσει το γλωσσίδιο. Μπορεί να υπάρξουν απεριόριστοι συνδυασμοί, που πραγματοποιούνται αν μεταβληθεί το ύψος των πείρων, η διατομή της οπής, το σχήμα του κ. κλπ. Η κλειδαριά με συνδυασμό, που χρησιμοποιείται συνήθως στα χρηματοκιβώτια, λειτουργεί με μερικούς μικρούς δίσκους, οι οποίοι έχουν γράμματα ή αριθμούς στην περιφέρειά τους. Ανοίγει μόνον όταν όλοι οι δίσκοι τοποθετηθούν κατά τρόπο ώστε οι αριθμοί ή τα γράμματα να σχηματίζουν έναν ορισμένο συνδυασμό. Ένας άλλος τύπος, που έχει εφαρμογή στα χρηματοκιβώτια, είναι η χρονική κλειδαριά. Αποτελείται από μια κοινή κλειδαριά με κ. ή με συνδυασμό και από μια συσκευή που ελέγχεται από ένα ρολόι, επιτρέποντας το άνοιγμα του χρηματοκιβωτίου μόνο σε ορισμένες ώρες της ημέρας. Κλειδαριά η οποία κατασκευάστηκε το 1786 από τον Που. Επάνω, κλειδαριά ασφαλείας σε τομή: 1) σταθερός κύλινδρος· 2) κινητός κύλινδρος· 3) ανώτερος πείρος· 4) κατώτερος πείρος. Κάτω, σχηματική παράσταση λειτουργίας κλειδαριάς με μοχλό: Α) κλειδαριά κλειστή· το γλωσσίδιο 1 δεν μπορεί να μετακινηθεί, γιατί η προεξοχή 2, που είναι στερεά συνδεδεμένη με αυτό, εμποδίζεται από την τομή στον μοχλό 3· Β) το κλειδί, καθώς περιστρέφεται, ανυψώνει τον μοχλό, ελευθερώνει έτσι την προεξοχή και ωθεί την προεξοχή 4 του γλωσσιδίου, προκαλώντας τη μετατόπισή του· Γ) κλειδαριά ανοιχτή. Μερικοί τύποι κλειδαριάς του 16ου και 18ου αι. (Γερμανικό Μουσείο, Μόναχο). Κλειδί από επιχρυσωμένο ορείχαλκο (18ος αι.). Κλειδί από σφυρηλατημένο σίδερο (15ος αι.). Κλειδιά ασφαλείας.
* * *
το (AM κλειδίον, Μ και κλειδίν)
μεταλλικό συνήθως εργαλείο τού οποίου το οδοντωτό άκρο εισάγεται στην οπή τής κλειδαριάς, στρέφεται δεξιά ή αριστερά και χρησιμεύει για το άνοιγμα ή κλείσιμο θυρών, συρταριών κ.λπ. («έχασα τα κλειδιά τού γραφείου μου»)
νεοελλ.
1. μτφ. ο τρόπος για να εισέλθει κάποιος κάπου («τα κλειδιά τού παραδείσου»)
2. γενική ονομασία χειροκίνητων συνήθως μοχλών ή εργαλείων με τα οποία βιδώνεται ή ξεβιδώνεται μια βίδα ή περιστρέφεται ένα όργανο ή ένας μηχανισμός («γαλλικό κλειδί»)
3. σύστημα μοχλών για σύζευξη ή απόζευξη δύο σιδηροτροχιών
4. μικρό εργαλείο με το οποίο τεντώνονται ή χαλαρώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, ο κόλλαβος, το στριφτάρι
5. μουσ. ο μηχανισμός που μεταβάλλει το μήκος τής αέρινης στήλης τών πνευστών οργάνων με το κλείσιμο ή το άνοιγμα τών οπών τού σωλήνα τους
6. ο κεντρικός σφηνόλιθος οικοδομικού τόξου, θόλου, αψίδας ή αψιδωτού υπερθύρου
7. μουσ. σύμβολο που μπαίνει στην αρχή τού πενταγράμμου και καθορίζει τη θέση τής κάθε νότας στο πεντάγραμμο («κλειδί τού σολ»)
8. μτφ. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη διαλεύκανση κάποιου θέματος («βρήκα το κλειδί για τη λύση τού προβλήματος»)
9. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που κατέχει μια έμπιστη θέση, σημαντικός παράγοντας («είναι το κλειδί τής επιχείρησης»)
10. καίριο στενό σημείο μιας διάβασης που η κατοχή του επιτρέπει τον έλεγχο τής γύρω περιοχής («το Γιβραλτάρ είναι το κλειδί τής Μεσογείου»)
11. φρ. α) «κλειδί κώδικα» — σύστημα σύμφωνα με το οποίο αντικαθίστανται τα πραγματικά γράμματα και οι αριθμοί ενός κειμένου με άλλα, συμβατικά, ώστε το κείμενο να μην είναι καταληπτό παρά μόνο από εκείνους οι οποίοι τό χρησιμοποιούν
β) «θέση-κλειδί» — θέση καίρια, αποφασιστικής σημασίας
γ) «δίνω τα κλειδιά τής καρδιάς μου σε κάποιον» — δίνω σε κάποιον την καρδιά μου
δ) «δίνω τα κλειδιά» — παραχωρώ την εξουσία
ε) «κρατώ τα κλειδιά τού λογισμού κάποιου» — κυριαρχώ στη σκέψη κάποιου (Πανώρ.)
νεοελλ.-μσν.
οχυρή τοποθεσία σε επίκαιρο σημείο μιας περιοχής
μσν.-αρχ.
στυπτικό χάπι ή στυπτικό υπόθετο
αρχ.
1. (υποκορ. τού κλείς) μικρό κλειδί, κλειδάκι («τὸ κλειδίον τοῡ οικήματος», Αριστοτ.)
2. είδος αναστολέα
3. τα μέρη τής σάρκας τού ψαριού θύννος που βρίσκονται γύρω από το στήθος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + υποκορ. κατάλ. -ί(ον), πρβλ. κλαδ-ί(ον), παιδ-ί(ον).
ΠΑΡ. νεοελλ. κλειδάκι, κλειδαράς, κλειδαριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλειδοθήκη, κλειδοκράτης, κλειδομαντεία, κλειδοπίνακο, κλειδοστομιάζω κλειδοστόμιασμα, κλειδοχρονιά. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αντικλείδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλειδί — το 1.μικρό μεταλλικό εργαλείο, το άκρο του οποίου μπαίνει στην τρύπα της κλειδαριάς και συντελεί στο να κλείνει ή να ανοίγει η πόρτα κ.ά.: Έχει δύο κλειδιά για κάθε πόρτα. 2. στη μουσική, σημείο που τοποθετείται στην αρχή του μουσικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλειδί — Sp Klidis Ap Κλειδί/Kleidi L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κλειδί — κλείς clavis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδί ή γνώμονας — (Μουσ.). Συμβατικά σύμβολα μουσικής γραφής, τα οποία προέρχονται από τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Τα κ. τοποθετούνται πάντα στην αρχή κάθε πενταγράμμου και, ανάλογα με το σχήμα τους και τη γραμμή του πενταγράμμου πάνω στην οποία είναι… …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”